PDF

Μὲ τὴν Κυ­ρι­α­κή των Ἁ­γί­ων Πάν­των, Ἐ­ξο­χώ­τα­τε κ. Πρό­ε­δρε τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, ἅ­γι­οι Ἀ­δελ­φοί Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖται Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομε καί Μεγάρων καί Σαλαμῑνος κ. Κωνσταντῖνε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Μη­τρο­πο­λί­τα Σύ­ρου, Τή­νου, Ἄν­δρου, Κέ­ας καὶ Μή­λου κ. Δωρόθεε, Ποι­με­νάρ­χα τῆς Θε­ο­σώ­στου αὐ­τῆς Ἐ­παρ­χί­ας, τὴν ὁ­ποί­αν θε­ο­φι­λῶς καὶ θε­α­ρέ­στως δι­α­ποι­μαίνε­τε καὶ πού μοῦ πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­τε τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη τι­μὴ νὰ δι­α­κο­νή­σω τὸν ἱ­ε­ρὸν ἄμ­βω­να κατ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἐ­πί­ση­μον ἡ­μέ­ραν ἐν τό­πῳ Ἱ­ε­ρῷ, διό καί Σᾶς εὐχαριστῶ, ἀ­γα­πη­τοὶ Πρε­σβύ­τε­ροι καὶ Δι­ά­κο­νοι, εὐ­σε­βὲς ἐκ­κλη­σί­α­σμα, μέ τήν Κυριακήν τῶν Ἁγίων Πάντων, ἐπαναλαμβάνω, κα­τα­κλεί­ε­ται, ὡς γνω­στόν, ὁ κι­νη­τὸς κύ­κλος τῶν ἑ­ορ­τῶν, ποὺ ἄρ­χι­σε ἀ­πὸ τὴν Κυ­ρι­α­κή τοῦ Τε­λώ­νου καὶ Φα­ρι­σαί­ου. Στὸ κα­τα­νυ­κτι­κὸ Τρι­ῴ­δι­ο καὶ στὸ Τριῴδιο τῶν ῥόδων, τό χαρ­μό­συ­νο Πεν­τη­κο­στά­ρι­ο, μᾶς πα­ρου­σί­α­σε ἡ Ἁ­γι­ω­τά­τη Ἐκ­κλη­σί­α μας ὅ­λο τό ἔρ­γο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας μὲ κέν­τρο τὴν Με­γά­λη καὶ κο­σμο­χαρ­μό­συ­νη ἑ­ορ­τή τοῦ Πά­σχα. Κατ’ αὐ­τὸ τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα τῶν ἑ­κα­τὸν καὶ πλέ­ον ἡ­με­ρῶν, ἀ­πὸ τὶς 365 ἡ­μέ­ρες τοῦ χρό­νου, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς προ­έ­βα­λε τῶν πτῶ­σι τῶν Πρω­το­πλά­στων καὶ τὴν ἀ­νόρ­θω­σι τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους, τοῦ γέ­νους μας, δι­ὰ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Χαι­ρε­τί­σα­με τὴν ἔ­λευ­σι τοῦ Πα­ρα­κλή­του στὸν κό­σμο καὶ πα­νη­γυ­ρί­σα­με τὴν γέν­νη­σι τοῦ νέ­ου Λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, τὸν ἐγ­και­νι­σμὸ καὶ τὴν ἔκ­χυ­σι τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος «ἐ­πὶ πᾶ­σαν σάρ­κα». Σὲ στε­νὸ σύν­δε­σμο μὲ τὴν ἑ­ορ­τή τῆς Πεν­τη­κο­στῆς εὑ­ρί­σκε­ται ἡ πα­ροῦ­σα ἑ­ορ­τή, ἡ ἑ­ορ­τή τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των, ἡ σφρα­γὶς καὶ τὸ τέ­λος τῆς με­γά­λης ἑ­ορ­τα­στι­κῆς πε­ρι­ό­δου. Ἔρ­χε­ται, δη­λα­δή, ἡ πα­ροῦ­σα ἡ­μέ­ρα σὰν ἀ­πό­δει­ξις τοῦ ἔρ­γου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῆς ἐ­νερ­γεί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στὸν κό­σμο.

Πα­νη­γυ­ρί­ζει σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, για­τί μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τοὺς καρ­ποὺς τῆς σπο­ρᾶς ἐ­κεί­νης, τὸν θε­ρι­σμὸ τῶν «λευ­κῶν χω­ρῶν» ποὺ ἐ­στά­λη­σαν νὰ θε­ρί­σουν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, καὶ προ­βάλ­λει ἔμ­προ­σθέν μας, ὅ,­τι πι­ὸ ὡ­ραῖ­ο ἔ­χει νὰ πα­ρου­σιά­σῃ ἡ πα­ναν­θρώ­πι­νη ἱ­στο­ρί­α. Τοὺς Ἁ­γί­ους Πάν­τας.

Στρα­τιὰ τρι­σέν­δο­ξη ἀ­πο­τε­λοῦν. Εἶ­ναι αὐ­τοὶ οἱ ἡ­ρω­ϊ­κό­τε­ροι τῶν ἀ­γω­νι­στῶν. Οἱ εὐ­γε­νέ­στε­ροι τῶν ἡ­ρώ­ων. Εἶ­ναι οἱ νι­κη­ταί. Οἱ θρι­αμ­βευ­ταὶ τοῦ κό­σμου!

Στρα­τιὰ ἀ­πει­ρά­ριθ­μη εἶ­ναι.

«Νέ­φος» Ἁ­γί­ων.

Δύ­να­ται κα­νεὶς νὰ με­τρή­σῃ πο­τὲ τὰ στα­γο­νί­δι­α ἑ­νὸς νέ­φους; Ἀ­δύ­να­το νὰ ὑ­πο­λο­γί­σῃ καὶ τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν Ἁ­γί­ων. «Μυ­ρι­ά­δες μυ­ρι­ά­δων» εἶ­ναι.

Εἶ­ναι ἰ­δι­α­ζόν­τως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ αὐ­τὸ ποὺ πα­ρα­τη­ρεῖ εὔ­στο­χα ὁ Νι­κη­φό­ρος Ξαν­θό­που­λος στὸ συ­να­ξά­ρι­ο τῆς ἡ­μέ­ρας: Οἱ θει­ό­τα­τοι Πα­τέ­ρες ἐ­θέ­σπι­σαν τὴν ἑ­ορ­τή αὐ­τὴ με­τὰ τὴν κά­θο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος γιὰ νὰ δεί­ξουν ὅ­τι ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος δι­ὰ τῶν Ἀ­πο­στό­λων ἐ­πέ­τυ­χε νὰ ἁ­γι­ά­σῃ καὶ νὰ σο­φί­σῃ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο φύ­ρα­μα καὶ νὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σῃ τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴν θέ­σι τῶν Ἀγ­γέ­λων δι­ὰ τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, εἴ­τε μὲ τὴν προ­σφο­ρὰ τοῦ μαρ­τυ­ρι­κοῦ των αἵ­μα­τος, εἴ­τε μὲ τὴν ἐ­νά­ρε­το πο­λι­τεί­α καὶ δι­α­γω­γή των. Καὶ ἔρ­γο ὑ­περ­φυ­σι­κὸ δι­α­πράτ­τε­ται. Κα­τε­βαί­νει τὸ Πνεῦ­μα, ὁ Θε­ός, καὶ ἀ­νε­βαί­νει ὁ χοῦς, ὁ ἄν­θρω­πος. Ἀ­νε­βά­ζει ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ τὴν θε­ω­θεῖ­σα σάρ­κα διά τῆς Ἀναλήψεως καὶ ἕλ­κει μα­ζὶ της καὶ ἐ­κεί­νους ποὺ θέ­λουν νὰ πρά­ξουν ἔρ­γα συν­δι­αλ­λα­γῆς μὲ τὸν Θε­ό. Οἱ πρὶν ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸν Θε­όν, ἑ­νώ­νον­ται μὲ τὸν Θε­ὸν καὶ γί­νον­ται φί­λοι Του. Τὰ ἔ­θνη προ­σφέ­ρουν τὴν ἀ­παρ­χή των, τούς Ἁ­γί­ους Πάν­τας.

Ἀ­λη­θῶς!  Τί φύ­σε­ως ἦσαν οἱ Ἅ­γι­οι Πάν­τες;

Ἦ­σαν τί­πο­τε ὑ­περ­φυ­σι­κὰ ὄν­τα; Ἄν­θρω­ποι ὅ­μοι­οι μὲ ‘μᾶς ἦ­ταν οἱ Ἅ­γι­οι. Ἐ­γεν­νή­θη­σαν καὶ ἔ­ζη­σαν στὴν γῆ. Σ’ αὐ­τὴν τὴν γῆ, ποὺ καὶ ἐ­μεῖς πα­τοῦ­με. Τὴν πό­τι­σαν μὲ τὸν ἱ­δρώ­τα τους. Πολ­λοί, ἴ­σως οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι, καὶ μὲ τὸ αἷ­μα τους.

Ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Ἀρ­χη­γὸ καὶ Ση­μαι­ο­φό­ρο τῆς Πί­στε­ώς μας. Τὸν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­τή­ρη­σαν τοὺς λό­γους Του, τὶς ἅ­γι­ες ἐν­το­λές Του. Ἐ­βά­δι­σαν ἐ­πά­νω στὰ ἴ­χνη ποὺ μᾶς ἄ­φη­σε μὲ τὸ Πα­νά­γι­ο πα­ρά­δειγ­μά Του. Τὰ αἱ­μα­το­βαμ­μέ­να ἴ­χνη, ποὺ φθά­νουν ἕ­ως τὴν ὑ­πέρ­τα­τη θυ­σί­α τοῦ Γολ­γο­θᾶ. Καὶ πολ­λοὶ ἀ­ξι­ώ­θη­καν νὰ προ­σφέ­ρουν καὶ τὴν ζω­ή τους.

Φα­να­τι­κοὶ Ἰ­ου­δαῖ­οι, Νέ­ρω­νες καὶ Δο­μι­τι­α­νοί, Τρα­ϊ­α­νοὶ καὶ Δέ­κι­οι καὶ Δι­ο­κλη­τι­α­νοὶ εἶ­χαν ἀ­γω­νι­σθῆ τρεῖς ὁ­λό­κλη­ρους μαρ­τυ­ρι­κοὺς γιὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α αἰ­ῶ­νες νὰ ἐ­ξο­λο­θρεύ­σουν τὸν νέ­ον Λα­ὸν τοῦ Θε­οῦ, «τοὺς ὀ­πα­δοὺς τοῦ Να­ζω­ραί­ου» κατ’ αὐ­τούς. Νὰ κα­τα­πνί­ξουν στὸ αἷ­μα τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ! Καὶ τὴν βα­σι­λι­κὴ πορ­φύ­ρα μὲ τὴν ὁ­ποί­α πε­ρι­έ­βα­λε τὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του ὁ Κύ­ρι­ος, τὴν βαμ­μέ­νη μὲ τὸ Ἄ­χραν­το Αἷ­μα Του, τὴν ἔ­βα­ψαν καὶ μὲ τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ αἷ­μα τους ἐ­κλε­κτὰ τέ­κνα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἡ πί­στις τῶν Ἁ­γί­ων Μαρ­τύ­ρων δο­κι­μά­σθη­κε μὲ πολ­λοὺς τρό­πους. Μὲ ἀ­γῶ­νες σκλη­ροὺς ἐ­ναν­τί­ον ὁ­ρα­τῶν καὶ ἀ­ο­ρά­των ἐ­χθρῶν. Μὲ πό­νους καὶ κό­πους καὶ στε­ρή­σεις... Μὲ θλί­ψεις. Μὲ φρι­κτὰ βα­σα­νι­στή­ρι­α. Μὲ χλευ­α­σμοὺς καὶ εἰ­ρω­νεῖ­ες. Μὲ ἐ­ξο­ρί­ες καὶ δή­μευ­σι τῆς πε­ρι­ου­σί­ας…

Ἐ­δο­κι­μά­σθη­σαν  ὅ­πως «ὁ χρυ­σὸς ἐν χω­νευ­τη­ρί­ῳ» καὶ ἐ­ξῆλ­θον γνή­σι­οι. Στα­θε­ροὶ στὴν πί­στι. Δυ­να­τοὶ στὴν ἀ­γά­πη γιὰ ‘Κεῖ­νον καὶ τοὺς ἀ­δελ­φούς. Κα­θα­ροὶ ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Ὑ­πέρ­λαμ­προι ἀ­πὸ τὴν ἀ­ρε­τή. Ἑ­δραι­ω­μέ­νοι στὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ στὴν καρ­τε­ρί­α. Ἄ­ξι­οι νὰ πο­λι­το­γρα­φη­θοῦν στὴν Βα­σι­λεί­α  τῶν  Οὐ­ρα­νῶν!

Τοῦ­το μαρ­τυ­ρεῖ ἡ Ἱ­ε­ρὰ Νῆ­σος Μῆ­λος στὸν Ἑλ­λα­δι­κὸ χῶ­ρο μὲ τὴν ὕ­παρ­ξι σ’ αὐ­τὴν τῶν κα­τα­κομ­βῶν. Τὶς δυ­σκο­λί­ες τῶν Χρι­στια­νῶν μαρ­τυ­ρεῖ ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἀ­νυ­πέρ­βλη­τη δύ­να­μι τῆς πί­στε­ως στὸν Χρι­στόν, ἡ ὁ­ποί­α γνω­ρί­ζει νὰ ἐ­φευ­ρί­σκῃ τρό­πους ὥ­στε νὰ πα­ρα­μέ­νῃ ἄ­σβε­στο τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ παν­τοῦ καὶ πάν­το­τε νὰ κη­ρύτ­τε­ται ὅ­τι «οὐκ ἔ­στιν ἐν ἄλ­λῳ οὐ­δε­νὶ ἡ σω­τη­ρί­α» (Πραξ. δ’, 11).

Ἕ­να με­ταλ­λεῖ­ο ὑ­πῆρ­ξαν οἱ κα­τα­κόμ­βες γε­νι­κῶς, ὄ­χι μό­νο τῆς Μή­λου. Ἕ­να με­ταλ­λεῖ­ο ποὺ δὲν ἐ­ξή­γα­γον ἀπ᾿  αὐ­τὸ χρυ­σὸ καὶ ἄρ­γυ­ρο, ἀλ­λὰ καὶ τό­τε ἔ­βγα­ζαν καὶ συ­νε­χί­ζουν νὰ ἐ­ξά­γουν ἐξ αὐτῶν πλού­σι­ο με­τάλ­λευ­μα Πί­στε­ως καὶ Ἐλ­πί­δος. Μί­α με­λέ­τη τῶν ἐ­πι­τα­φί­ων ἐ­πι­γρα­φῶν σ᾿ αὐ­τές, θὰ ἦ­ταν ἀρ­κε­τὴ γιὰ νὰ δεί­ξῃ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θη­σαυ­ρὸ «τῶν ὀ­πα­δῶν τοῦ Να­ζω­ραί­ου». Φανερώνει:

α) Πί­στι στὴν αἰ­ώ­νι­ο ζω­ή. Που­θε­νὰ δὲν συ­ναν­τᾷ κα­νεὶς στὶς κα­τα­κόμ­βες τὸ με­λαγ­χο­λι­κὸ ἐ­κεῖ­νο «ἀ­φηρ­πά­γη» «ἀ­πηλ­λά­γη τοῦ ζῆν», ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν οἱ «μὴ ἔ­χον­τες ἐλ­πί­δα» εἰ­δω­λο­λά­τρες, ἀλ­λὰ τὸ γα­λή­νι­ο Χρι­στια­νι­κὸ ρῆ­μα «ἀ­νε­παύ­σα­το» «ἐ­κοι­μή­θη».

β) Πί­στη στὴν ἀ­νά­στα­σι, «προσ­δο­κῶν­τες ἀ­νά­στα­σιν νε­κρῶν καὶ ζω­ὴν τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος». Πλη­σμο­νὴ πί­στε­ως στὴν ἀ­θα­να­σί­α. Ζοῦν καὶ ἀ­πο­θνή­σκουν «οἱ ὀ­πα­δοὶ τοῦ Να­ζω­ραί­ου» μὲ τὸ γλυ­κὺ μει­δί­α­μα τῆς ἐλ­πί­δος καὶ μυ­ριό­στο­μη νι­κητήρι­α ἰ­α­χὴ βγαί­νει ἀ­πὸ τὰ μνή­μα­τά των ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νες: «Ποῦ σου θά­να­τε τὸ κέν­τρον»;

γ) Εἰ­ρή­νη. Μὲ εἰ­ρή­νη, τὸν καρ­πὸ αὐ­τὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὄ­χι μὲ γό­ους καὶ σπα­ραγ­μοὺς προ­πέμ­πουν οἱ ζῶν­τες «ὀ­πα­δοὶ τοῦ Να­ζω­ραί­ου» τοὺς με­τα­στάν­τες στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. «Εἰ­ρή­νη σοι  ἤ­τω», «Εἰ­ρή­νη σοι ἐν οὐ­ρα­νῷ», «Τὸ πνεῦ­μα σου εἰς εἰ­ρή­νην». Ἐν εἰ­ρή­νῃ ζοῦν ἐ­πὶ τῆς γῆς πα­ρὰ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἡ ζω­ή τους, κα­τὰ τοὺς τρεῖς πρώ­τους αἰ­ῶ­νες, εἶ­ναι δι­αρ­κῶς «κρε­μα­μέ­νη ἀ­πέ­ναν­τι τῶν ὀ­φθαλ­μῶν» των καὶ «ἐν εἰ­ρή­νῃ» πι­στεύ­ουν ὅ­τι ζῇ ἐ­κεῖ­νος ποὺ με­τέ­στη καὶ ὅ­τι καὶ αὐ­τοί θὰ ἀ­ξι­ω­θοῦν νὰ ζή­σουν στὸ βα­σί­λει­ο τῆς ἀ­πέ­ραν­της εἰ­ρή­νης.

δ) Χα­ρά. Μὲ χα­ρὰ ζοῦ­σαν, μὲ χα­ρὰ ὥ­δευ­αν στὸ Μαρ­τύ­ρι­ο! Χα­ρὰ στὸν πό­νο, χα­ρὰ καὶ στὸν θά­να­το! «Χα­ρὰ ὑ­μῶν ἐν Θε­ῷ», «Χαί­ρε­τέ μοι φι­λό­θε­οι καὶ κα­λοὶ νε­ό­θη­ροι» (νε­ο­συλ­λη­φθέν­τες στὴν πί­στι, νε­ο­φώ­τι­στοι).

ε) Γα­λή­νι­α ἀν­τι­με­τώ­πι­σις τοῦ πό­νου. Ἐξ αἰ­τί­ας τῶν ἀλ­λε­πάλ­λη­λων καὶ σκλη­ρῶν διωγ­μῶν ὁ θά­να­τος ἦ­ταν ὁ συ­χνό­τε­ρος ἐ­πι­σκέ­πτης στὰ σπί­τια τῶν «ὀ­πα­δῶν τοῦ Να­ζω­ραί­ου», ὅ­μως δὲν ἐ­κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε γιὰ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σῃ ἀ­πελ­πι­σί­α καὶ ἀ­θε­ρά­πευ­τη ὀ­δύ­νη. Ἐ­κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε πάν­το­τε ὁ Χρι­στός, ὁ Πα­ρη­γο­ρη­τής, ὁ «Πρω­τό­το­κος ἐκ τῶν νε­κρῶν» γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­το γα­λή­νι­α ὁ πό­νος: «Μνη­σθεί­η σου, τέ­κνον ὁ Κύ­ρι­ος», «…. τέ­κνον τὸ πνεῦ­μα σου εἰς ἀ­νά­παυ­σιν».

Παν­τοῦ στὶς ἐ­πι­τα­φί­ους ἐ­πι­γρα­φὲς τῶν κα­τα­κομ­βῶν κυ­ρι­αρ­χεῖ ἡ ἐξ ὕ­ψους πα­ρη­γο­ρί­α. Γιὰ τὸν ἀ­πελ­θόν­τα τὰ ἀ­πο­μέ­νον­τα μέ­λη τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας ἀ­κρά­δαν­τα φρο­νοῦν  ὅ­τι «ζῇ ἐν Θε­ῷ».

Εὑρισκόμεθα ὅμως εἰς τήν Μῆλον καί μάλιστα μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως πέντε ἐτῶν ἀπό τήν ἀνακήρυξί της, διά τῶν ἀόκνων κόπων καί συνετῶν φροντίδων τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου της κ. Δωροθέου Β’, εἰς Ἱεράν Νῆσον καί θά ἦταν πρέπον νά ἀναφερθῶ σέ μία ἄγνωστη στούς πολλούς, ἐνῷ θά ἔπρεπε νά εἶναι πασίγνωστη ὡς μνημεῖο ἀθανάτου πολιτισμοῦ ἐπιτάφιο ἐπιγραφή ἀπό τίς κατακόμβες της. Προέρχεται ἀπό τόν τάφο ὁλοκλήρου οἰκογενείας: «Οἱ πρεσβύτεροι οἱ πάσης μνήμης ἄξιοι, Ἀσκλῆπις, καί Ἐλπίζων, καί Ἀσκλῆπις δεύτερος, καί Ἀγαλλίασις διάκονος, καί Εὐτυχία παρθενεύουσα, καί Κλαυδιανή παρθενεύουσα καί Εὐτυχία ἡ τούτων μήτηρ ἔνθα κεῖνται...»

Μία ὁλόκληρη Χριστιανική οἰκογένεια κεῖται ἐδῶ. Μία πολυμελής οἰκογένεια ἀφιερωμένη ἐξ ὁλοκλήρου στόν Θεόν. Μία οἰκογένεια πού ἀνέδειξε ἐργάτας Χριστοῦ. Τρεῖς ἱερεῖς καί τρεῖς παρθένους στήν διακονία τοῦ Κυρίου προσέφερε ἡ ἁγία οἰκογένεια τῆς Μήλου. Καί τά ὀνόματά τους ἀκόμη ἐμπνέουν: Ἐλπίζων ὀνομάζεται ὁ ἕνας ἀπό τούς ἱερεῖς. Ἀγαλλίασις ἡ μία διάκονος καί Εὐτυχία ἡ ἄλλη παρθένος. Εὐτυχία - ὄνομα καί πρᾶγμα -  ὀνομάζεται καί ἡ μητέρα. Εὐτυχής ἔζησε μέ τά ἔκγονά της στήν Ἑλλάδα καί συγκεκριμένα ἐδῶ στήν Μῆλο, εὐτυχής τώρα «ζῇ ἐν Θεῷ» στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ μέ τά ἕξ εὐλογημένα της παιδιά!

Πόσα δέ ἔχει νά μᾶς ‘πῇ σήμερα ἡ ἐπιγραφή αὐτή καί ἡ οἰκογένεια στήν ὁποία εἶναι ἀφιερωμένη! Σέ μιά ἐποχή πού τήν Χώρα μας τήν μαστίζει ἡ ὑπογεννητικότητα, σέ μιά ἐποχή πού τό ἀντιεκκλησιαστικό καί ἀντικληρικό πνεῦμα ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια ἀποδίδει, δυστυχῶς, καρπούς μέ τό νά μειώνεται ὁ ἀριθμός τῶν Ἱερέων καί οἱ Ἐφημεριακές θέσεις νά κενώνωνται, ἄς χαρῇ ἡ Ἱερά Νῆσος Μῆλος, ἄς χαροῦν τά νησιά τῆς Ἑλλάδος μας πού ἔδωσαν τέτοια διαμάντια στόν Χριστιανικό πολιτισμό, ἔμψυχους ναούς πιό τρανούς ἀπό τά πασίγνωστα καί ἀξιοθαύμαστα ὡς ἔργα τέχνης εἰδωλεῖα. Καί ἄς φιλοτιμηθῇ καί σήμερα ἡ πατρίδα μας νά προσφέρῃ στόν Χριστό τέτοιες οἰκογένειες, ἀληθινούς ζωντανούς θησαυρούς!

Στούς ἁγίους Πάντες ὅμως, ἐκτός ἀπό αὐτούς πού ἀγωνίσθηκαν τόν ἀγῶνα τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς καί ἐβάστασαν μέ καρτερία τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο αὐτό, συμπεριλαμβάνονται καί αὐτοί πού ἐμαρτύρησαν διά Χριστόν τό καθημερινό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως. Οἱ Ὁμολογηταί, πού ὡμολόγησαν τήν καλήν ὁμολογίαν «ἐνώπιον ἐθνῶν τε καί Βασιλέων» (Πραξ. θ’, 15). Οἱ Ἱεράρχαι, πού ἐποίμαναν θεοφιλῶς τό Ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καί ἐστήριξαν τήν ὀρθή πίστι. Οἱ Ὅσιοι καί οἱ Ἀσκηταί, πού ἐσταύρωσαν τήν σάρκα «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλατ. ε’, 24). Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, πού ἔζησαν στήν γῆ τῶν πειρασμῶν καί τῶν δοκιμασιῶν, ἀλλά πού «ἐπολιτεύοντο» σάν νά εὑρίσκονταν στόν οὐρανό. Καί μαζί μ᾿ αὐτούς οἱ Προφῆται, οἱ Δίκαιοι καί οἱ Προπάτορες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ἔζησαν κατά Νόμον καί «ἐμαρτυρήθησαν διά τῆς πίστεως» περιμένοντες τήν ἐπαγγελία (Πρβλ. Ἑβρ. ια’, 39). Καί ἐξαιρέτως ἡ Ἁγίων Ἁγία Παρθένος καί Θεοτόκος Μαρία.

Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἀγωνίσθηκαν γιά τόν Χριστό σέ ἕνα κοινό στάδιο, τό στάδιο τῆς Χριστιανικῆς ἀρετῆς, ἑνός Θεοῦ δοῦλοι ἦσαν καί ἀπ᾿ Αὐτόν ἀξίως ἔλαβαν τούς στεφάνους τῆς νίκης. Ἔτσι ἡ κοινή Τους ἑορτή, σήμερα, εἶναι κοινή παρόρμησις σ᾿ ὅλους τούς πιστούς, πού πιστεύουν στόν αὐτόν Χριστόν, πού εἶναι δοῦλοι τοῦ ἰδίου Θεοῦ καί ἀγωνίζονται ὅπως καί ὅλοι ἐκεῖνοι στόν στίβο τοῦ ἀθλήματος τῆς κατά Χριστόν πολιτείας. Παρόρμησις, ἀλλά καί βεβαία ἐλπίς, ὅτι τήν δόξα ἐκείνων θά κατακτήσουν καί οἱ σημερινοί ἀγωνιστές καί στό χορό ἐκείνων θά συναριθμηθοῦν καί ἐκεῖνοι, πού βαστάζουν σήμερα «τό βάρος τῆς ἡμέρας καί τόν καύσωνα» (Ματθ. κ’, 12). Ὅτι ἡ ἑορτή αὐτή θά εἶναι αὔριο καί δική μας ἑορτή, ὅταν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εὐδοκήσῃ νά μᾶς καλέσῃ στόν εὐτυχῆ κόσμο τῆς θριαμβεύουσας στόν οὐρανό Ἐκκλησίας. Γιατί μέ τήν ἐλπίδα αὐτή ζοῦν τά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι καί αὐτά πού ἀκούουν σήμερα τό: «Τοῦ Κυρίου μου πάντας ὑμνῶ τούς φίλους. Εἴ τις δέ μέλλων, εἰς τούς πάντας εἰσίτω», κάποτε θά συνεορτάζουν καί θά συνεορτάζωνται μαζί μέ Αὐτούς. Γένοιτο!

Εμφανίσεις: 2878